Новогреческий словарь
τελευταίος
τελευταί|ος
последний
(в разн. знач.);
~αίες ειδήσεις — последние известия
;
~ μαθητής — последний ученик
;
~αίο ακκόρντο — финальный аккорд
;
μέ ~αία μόδα — по последней моде
;
γιά ~αία φορά — в последний раз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
последний
? —
τελευταίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τελευταίος
? — последний
#
(ново)греческий словарь
—
αερόβιος
—
ξεπάστρεμμα
—
εκτροχιάζω
—
μονομερώς
—
αυτοχρωμικός
—
ξεσπιτίζομαι
—
γυμνάζω
—
βρέφος
—
επιδαψιλεύω
—
σκοποβολή
—
όνειρο
—
αναισθήτιση
—
δερματάς
—
αναχρονιστικά
—
φλεβαριάτικος
—
γλυκομηλιά
—
ψάχαλο
—
γνώμη
—
αποτυπώνω
—
ξύστρο
—
ανυπεύθυνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,