|
полотняный; ~α παπούτσια — текстильная обувь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полотняный? — πάννινος как с (ново)греческого переводится слово πάννινος? — полотняный — φραγή — μαλαματένιος — μπιρμπίλωμα — καθηκοντολόγιο — λυκόσκυλο — αναστημόμετρο — ματσαράγκα — τροποποιώ — εμπορομεσίτης — βιβλιοταξία — μαστοειδίτις — αγαναχτίζω — βαρελοποιία — υποεποχή — αμυγδαλάτο — πεταχτά — ρόζος — αραθρώνω — ακριβοξετάζω — φυτολόγιο — απότις |
|||