Новогреческий словарь
εξαπτέρυγος
εξαπτέρυγ|ος
1.
шестикрылый
;
2. :
τά ~α — церк. хоругви
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шестикрылый
? —
εξαπτέρυγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξαπτέρυγος
? — шестикрылый
#
(ново)греческий словарь
—
αμάν!
—
μεθερμηνευόμενος
—
καλοστεκούμενος
—
κρυόπλασμα
—
νομιμοποιούμαι
—
δυναμό
—
ατόφια
—
υπαγόρευση
—
βιοποριστικά
—
κοκκαλιάζω
—
κατάρατος
—
πιεσίμετρο
—
κούτρημα
—
Πολύδωρας
—
αρβυλο
—
ικρίον
—
καμβάς
—
μιλιούνια
—
μακελλάρης
—
αστυφυλακή
—
καρφωτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве