|
αόρ. от ερώμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηράσθην? — — κούτσα — ρελιάστρα — τσελεπής — σακκουλές — αναφυτεύω — στρατοπεδεία — ακορνιζάριστος — κατάχτηση — σαφρακιασμένος — αναστέλλουσα — φτερούγα — ξεμπέρδεμα — αυτοκαταδίκη — ασφαλισττίριο — χονδρώδης — γλοιίνη — αναπλάττω — εγωμανής — εθνομάρτυρας — δάπτω — ελλειμματικά |
|||