|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλακουτσωτός? — — κουντούρα — ψευτοπαλληκαράς — ακούμπωτα — προκυμαία — λουθηρανός — ψυκτήρας — εξηκριβωμένος — τσιμπώ — πλένω — νταγιαντώ — γεώμορο — ξενέρισμα — ξαδέρφη — γέρων — σπληνιάζω — δημοτικό — Κορεάτης — κατηφής — ματσαράγκας — αρθροπάθεια — αγγοοροσαλάτα |
|||