|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υποαπασχολούμαι? — — αναδρομικώς — λαγκαδότοπος — ψευδαδάμας — ράσο — υμέναιος — ρωσοελληνικός — τσίτσα — κονιορτός — πολυζήτητος — ταυτολογικός — έγχυμος — φουρτουνιάζει — αβιομηχάνιστος — γάμμα — καύσωνας — εγκαρτερρώ — εθνοφθόρος — μαλτέζικος — αζωγράφιστος — λοφώδης — βελονιστής |
|||