|
το состояние по гл. κατσουφιάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατσοόφιασμα? — — τσελίκι — διαλεκτολογία — ισάξια — φωνημικός — κουκουναριά — εσωλέμβιος — σόμπα — αβλεψιά — ευφορικός — συνωμοσιολογικός — σκυλόμουτρο — σιδερογροθιά — διεκχύνω — αλλαντοποιείο — αμμόδρομος — εθνογράφος — αναγεννήτρα — προβεβλημένος — καταπραΰνω — κονιορτοβριθής — βαθυκόκκινο |
|||