|
1) кверху; σηκώνω ~ — поднимать кверху; 2) против; ~ μου — [phrase]на меня, против меня[/phrase]; ώρμησε ~ μου — [phrase]он накинулся на меня[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кверху? — κατεπάνω как на (ново)греческом будет слово против? — κατεπάνω как с (ново)греческого переводится слово κατεπάνω? — кверху, против — καθαρτήρας — γλιστρίδα — καρικωμένος — διετής — Τσεχοσλοβακία — συνταξιδιώτισσα — βολκός — αλατοποιία — κουλτουριάρα — μηλομαρμελάδα — σεισμογραφία — τυρίνη — σφαδαστικός — φιδένιος — φουμαδόρα — απέμφραξις — γραμμοσκιά — δορυφορικός — δενδροκομία — γραδώνω — προσωπογραφικός |
|||