|
το трос; проволочный канат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трос? — συρματόσχοινο как на (ново)греческом будет слово проволочный канат? — συρματόσχοινο как с (ново)греческого переводится слово συρματόσχοινο? — трос, проволочный канат — αποβραδινός — επινοώ — δειπνώ — κορυφάς — παρείσακτος — πεποικιλμένος — πανδούρα — σμικρoς — ιχθυοθήρας — συνεταιρισηκός — αποκορύφωση — επιγίγνομοι — εκθεσιόμετρο — ανοργάνιστος — αντιδάκτυλος — εικοσάρικος — λευκοπελαργός — ιχνηλάτης — νοτινός — ροχαλητό — σίγμα |
|||