|
бот., зоол. семявыносящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семявыносящий? — σπερματαγωγός как с (ново)греческого переводится слово σπερματαγωγός? — семявыносящий — ηλιόκηυστος — καρδιακός — βουβαλοπέτσι — υμνολόγιο — διαβόλογυναίκα — αναιώνιος — ουζοπωλείο — σαγματοποιία — αυτοεξυπηρέτηση — ακοίμητος — υποστηριχτής — πολύφωτο — μαλακαίνω — διμηνίτικος — αισθητότης — μαρινάρισμα — φαληρώτικος — αφούσκωτος — ανεμώνη — προάγγελος — αβίδωτος |
|||