|
η 1) девушка-турчанка; 2) сорт винограда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово девушка-турчанка? — τουρκοπούλα как на (ново)греческом будет слово сорт винограда? — τουρκοπούλα как с (ново)греческого переводится слово τουρκοπούλα? — девушка-турчанка, сорт винограда — ξυλόσοφος — θαλασσινός — αποτριχωτικός — ανεγκεφαλία — τσιπουροκατάνυξη — ανεγγύητα — ηλεκτρομαγνητισμός — αλληλενέργεια — σκουτεράκι — χολοκυστίτιδα — μεθοκόπημα — υγεία — αλβανοκενρικός — νεραϊδογέννητος — σέλωμα — αγρικώ — μαγνητοχάλυψ — Αρναούτης — καμηλότριχα — καταρράκτης — λύγξ |
|||