|
ο цепь; цепочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цепь? — άλυσσος как на (ново)греческом будет слово цепочка? — άλυσσος как с (ново)греческого переводится слово άλυσσος? — цепь, цепочка — τριβελλίζω — πάρσιμο — δεκάμετρος — ψευδής — δαχτυλήθρα — ανελευθερία — σκαρτάρω — θύσανος — αντικειμενοποιούμαι — χαστουκίζω — αποσπασμένος — βουβάλήσιος — βρονταλίδα — επαμφοτερής — κρατικοποιώ — ψαθοχώρι — βάλτωμα — μούντζωμα — παραδαρμένος — ασπροκιτρινίζω — γύρισμα |
|||