Новогреческий словарь
αμυλάλευρο
αμυλάλευρο
το
крахмал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крахмал
? —
αμυλάλευρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμυλάλευρο
? — крахмал
#
(ново)греческий словарь
—
παραπλανητικός
—
διαπιστευμένος
—
κείμενο
—
φτωχαίνω
—
ακατάκριτος
—
ευμάρεια
—
απειρώνυμος
—
αμετάφραστος
—
βιβλιοκρίτης
—
δυσκινησία
—
ανέγγιαγος
—
φουσσατο
—
προδιαθέτω
—
μωσαϊκός
—
φλογίζομαι
—
σταθμεύω
—
επιπεφυκίτιδα
—
γύφτος
—
Ρουμάνα
—
γυψάς
—
διαισθάνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,