|
медный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медный? — μπακιρένιος как с (ново)греческого переводится слово μπακιρένιος? — медный — ταραμοκεφτές — πριόνι — μετασχηματιστής — κρυόπλασμα — προικοδοσία — ένζυγος — σαυρίδι — μαρμαρυγίας — δραματοποιία — ετερότης — χάσμηση — βροντισμός — κασσιτερωτής — κοντραμπάσο — αναστένω — βασιλεία — γιγαντομάχος — σιτοφάγος — οστεομβελίτιδα — ευκολογύριστος — σαπρογόνος |
|||