|
το горб; сутулость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горб? — καμπούριασμα как на (ново)греческом будет слово сутулость? — καμπούριασμα как с (ново)греческого переводится слово καμπούριασμα? — горб, сутулость — αμαξοπηγός — σελλοποιός — πολιτσμάνος — ενήλιξ — ηλεκτραγωγός — προκαταβάλλω — βυνοποιία — υαλοκρύσταλλος — οχληρότητα — δορυφορικός — λεγάτος — αναψυκτικός — διασπώ — απειθάρχητος — υποδηματοεπιδνορθωτήριο — τοπιογράφος — αγγειοχειρουργική — αλευρού — μοσκομυρίζω — παραξοδιάζω — χιλιόστρεμμα |
|||