|
το :έπαθα ένα ~ — [phrase]я потерпел фиаско[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καζίκι? — — υπερτόνωση — αχαλάρωτος — κωλοπούστης — τζελατίνα — πάνσοφος — βλαστοφόρος — μισέλληνας — ηχογραφώ — λιμαρισμένος — νουβέλλα — παραφθορά — μαροκέν — γκαβίζω — μίνθη — έμπορος — οξύμωρος — εμπυρεύω — απαισιοδοξώ — νοβοκαΐνη — ψαλιδόγλωσσος — δράμι |
|||