|
ахиллесов; === ~ πτέρνα — ахиллесова пята #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ахиллесов? — αχίλλειος как с (ново)греческого переводится слово αχίλλειος? — ахиллесов — σκεπαστήριον — χριστός — αλατοποιώ — αναφομοίωτος — μοιραίος — ντουζένι — ευδοκιμώ — εκπιεστήριον — μωροπίστευτος — χαοτικός — μπορντελλόβιος — κίνημα — αχάμνια — ευγνωμονώ — εξευτελισμένος — σαλμί — μακροσκελία — ανθρωποκυνήγι — πολλαπλάσια — λιπιά — αιχμαλώτιση |
|||