|
ο страновед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страновед? — χωρογράφος как с (ново)греческого переводится слово χωρογράφος? — страновед — γεροντολόγο — ζευγάς — αερολογώ — υμενοειδής — δημοτική — ξεκοκκάλισμα — αυτεπιστασία — μπογάτσα — κουτσοπερνώ — αεριοδοχείο — διασταυρώνω — λαρυγγίζω — εγκλητικός — χυδαιολογία — ναρκοβόλον — ανελεύθερος — γυναικωτός — εξακοντισμός — εξωστήρ — οικολογικός — βαμβάκια |
|||