|
кривой, крючковатый; ~ή μύτη — крючковатый нос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кривой? — γαμψός как на (ново)греческом будет слово крючковатый? — γαμψός как с (ново)греческого переводится слово γαμψός? — кривой, крючковатый — αξιοθαύμαστος — δαιμονίζομαι — αναγωγή — δρυοκόπος — βρυσομάννα — αντιδογματίζω — μαρτύρευμα — επίκαυμα — απαγίδευτος — υπέρκειμαι — εβενουργός — ψαχούλεμα — παραπίπτω — γαιανθρακοποίηση — ημιτελής — λουβίδι — διασάλευση — βρονταλίδα — τρικαντό — μπαϊλντώ — εξαγωγικός |
|||