|
ο торговец углем #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец углем? — γαιανθρακέμπορος как с (ново)греческого переводится слово γαιανθρακέμπορος? — торговец углем — αρπάζω — στιχουργικός — λάσπωμα — αιμορραγώ — εφταπάρθενος χορός — πλαστική — επιμολύβδωσις — απαιτώ — θυσία — καλοσύνη — ποταμοφυής — καθεύδω — νεοελληνιστί — πεψίνη — φτηνός — κυβερνείο — στύση — πλατύσωμος — ανθρωπομορφισμός — βροβεύσιμος — κολπόρροια |
|||