|
II ο разг. удар (апоплексический); кондрашка (прост.); === σάν ~ — как снег на голову #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар? — ταμπλάς как на (ново)греческом будет слово кондрашка? — ταμπλάς как с (ново)греческого переводится слово ταμπλάς? — удар, кондрашка — αναθυμίαμα — αναζύμωση — ελεεινώς — λογιωτατίζω — αρχαιοκαπηλικός — εθνοφρουρά — παρατρώγω — αναβολιά — βλέφαρο — δυσμορφία — κομπάζω — δυσπρόσβλητος — δύσφθαρτος — σάγουλα — αλλοθιγενής — αποδιπλώνω — ανθρωποθυσία — μετεργασιακός — συκαμιενέα — άμικτος — αναπλειστηριάζω |
|||