|
испорченный, развращённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испорченный? — διαστρεμμένος как на (ново)греческом будет слово развращённый? — διαστρεμμένος как с (ново)греческого переводится слово διαστρεμμένος? — испорченный, развращённый — ποτέ — λιανοκέρι — ζαλώνομαι — μητρικός — γεννοφάσκια — χειμερία — κυκλοφοριακός — καμινεύτρια — προπύργιο — δευτεροβάθμιος — σκάφανδρο — σπιρτόξυλο — πονηρεύω — μότο — εθνοσωτήριος — ομοιοπολικός — αυτεπαγγέλτως — δικαστηριακός — καταρτίζω — παραμυθένιος — δανέζικος |
|||