|
имеющий высокую верхушку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий высокую верхушку? — υψικόρυφος как с (ново)греческого переводится слово υψικόρυφος? — имеющий высокую верхушку — πετιέμαι — αφήγηση — τετράγωνος — εξίδρωση — ηλεκτραγωγός — τρίστιχο — παραξενιά — σκιαγραφικός — προκάλυψη — σάλιασμα — μελοποίηση — επιζωοτικός — προαπαντώ — γυμνόλαιμος — ξεποδαριασμένος — βεργούλα — ντροπιάρης — χιράμι — γαλουφάρω — βασιλάκης — στέμμα |
|||