|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μειωτικά? — — μουνουχισμένος — αμφιφανής — άνθηση — σβηστήρι — μαλακοκεφτές — βάρος — γοργά — κουρτέλο — κατατοπισμένος — ελαιοπαραγωγή — ξεπαράδιασμα — πολυκομματισμός — ψυχαναγκασμός — διάλεκτος — τυρόσουπα — μαυράδα — φεμινιστής — οδομαχία — ορυκτολογία — παγίδευσις — σουπίτσα |
|||