|
крошить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крошить? — θρουβαλίζω как с (ново)греческого переводится слово θρουβαλίζω? — крошить — παροιμία — υποδιαιρώ — οργανοθεραπεία — θειάφισμα — υπερασπίζομαι — αψινθίαση — ασχημία — μοβόρος — οινοποίησις — ισοδύναμος — πνευμονογράφηση — ρεβένι — κοντοπίθαρος — μύστακας — αποκοντρίασμα — έμβρυος — ηλίθιος — τεκμηριωμένα — αβοτάνιστος — μάτωμα — φουντώνω |
|||