|
ο мин. агат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово агат? — αχάτης как с (ново)греческого переводится слово αχάτης? — агат — μελισσοκόφινο — δύω — σκυθρωπιασμένος — αξιοθέατος — χτενισιά — αποχύνω — χημειοτροπισμός — συκολόγος — στοιχειακός — καρρό — κώχη — δομαλιστήριον — ρώδι — απισχναίνομαι — πιδέξιο — γειτνιάζω — συγγενόδι — φρασεολογία — παρακούω — παρωχημένος — ασάλιωτος |
|||