|
тереться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тереться? — προστρίβομαι как с (ново)греческого переводится слово προστρίβομαι? — тереться — γυμνασιαρχεύω — σφαχτό — τσόχινος — εντατική — μονιάς — αστικός — δρύινος — δεκαοκτάκις — συνθημα — γλωσσικός — ακαδημαϊκότητα — αεροβική — ματαιοσπουδία — ολιγόχρονος — λιγδιά — τυραννοκτονία — παντοχρωμία — χαλκωματένιος — περαιώνω — αποθηκούλα — μαυράκι |
|||