|
заковывать в цепи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заковывать в цепи? — αλυσώνω как с (ново)греческого переводится слово αλυσώνω? — заковывать в цепи — γούρα — ώρα — αέτειος — περισσώς — συνευθύνομαι — επιτηρητικός — συμπλεκτικός — ετερομορφία — τουρκέτο — ασκολσούν — σανιδόφρακτος — κόρνο — όπισθεν — πάγκος — μπαμπαλής — στενογραφώ — άκλωνος — σκάλεμα — διαγώνισμα — γυαλιστής — ακατοχύρωτος |
|||