|
το подушка; μαλακό ~ — мягкая подушка; ~α τού καναπέ — валики дивана; κάθομαι (или αγρυπνώ) στό προσκέφαλο του — [phrase]не отходить от постели [/phrase] (больного) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подушка? — προσκεφάλι как с (ново)греческого переводится слово προσκεφάλι? — подушка — χλωροφόρμιο — αντιπρόταση — υπερθετικός — πορνικός — νεκροθάφτης — μούλιασμα — προθερμαντήρας — ώ — αποκηρυγμένος — αβολεσιά — μορμονισμός — θερμαίνομαι — κοντοβράκι — βαριόμοιρος — μπιφτέκι — πρωτόστροφος — απονίφτω — πολιτογραφώ — πολυτεκνία — δουγένι — περιζώνω |
|||