|
ο котлета; биточек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово котлета? — κιοφτές как на (ново)греческом будет слово биточек? — κιοφτές как с (ново)греческого переводится слово κιοφτές? — котлета, биточек — κοίτασμα — δρέπανο — αμερικανισμός — λίχνος — ξύπνημα — κυματομορφή — πάπος — κόμιστρα — υποστηρικτής — πελαγωμένος — πικροκαρδίζω — αξόδευτος — ιδρυτικός — γαϊδουριάρισσα — αρδεύω — αναβιώ — πλέξη — αιμοσταγής — αγγειοπληθής — αχρειολόγος — μελοποιώ |
|||