|
το заём; ссуда; εσωτερικό (εξωτερικό) ~ — внутренний (внешний) заём; κρατικό (или δημόσιο) ~ — государственный заём; λαχειοφόρο ~ — выигрышный заём; ~ άνευ επιστροφής — безвозвратная ссуда; έντοκο ~ — ссуда под проценты; ~ μ'ενέχυρο — ссуда под залог; παίρνω ~ — брать ссуду; δίνω ~ — давать ссуду; ссужать; συνάπτω (или κάνω) ~ — делать заём; χορηγώ ~ — предоставлять заём; εκδίδω ~ — выпускать заём; === τόν έφαγαν τά ~α — [phrase]он по уши в долгах, не вылезает из долгов[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заём? — δάνειο как на (ново)греческом будет слово ссуда? — δάνειο как с (ново)греческого переводится слово δάνειο? — заём, ссуда — αρυμοτόμητος — καθαρογράφω — εμπυηματικός — ράντζο — ζωόφιλος — ποδηλατάδικο — φίλανδρος — υπερατλαντικός — κωλόχαρτο — συμπαντικός — αρχοντικά — καντήλι — μπάσιμο — χαρτοβιβλιοπωλείο — ισχυρότερος — νεοθωμισμός — νερόκρασο — ρυτιδώδης — θωριούμαι — οικογενειακώς — αναχαιντρώνομαι |
|||