|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οδικώς? — — Εγγλέζος — αργουλός — αλυτρωτισμός — ευθυγραμμία — πέρκωμα — φραγκοράφτρα — μεσόζευγμα — μισόγεμος — κρυολογώ — πλαγιοκαλπασμός — εικονολατρεία — πηγαδίσιος — σπάνη — ζιγκολέτα — πορεύομαι — γραφείο — μύγδαλο — λίβας — γναφείο — αιματόβρεκτος — μεταπουλώ |
|||