|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλωστοϋφαντουργική? — — βαγκόν-λί — μειονότητα — παπαδαριό — αντιφατικός — θαλασσοποίηση — Αρμένης — καστανότοπος — ευδαίμων — φωτοσφαίρα — χρωματογόνος — πεντηκοστιανοί — γονικός — διασκορπισμός — ταχυκαρδία — σαθρός — ξυλομετρική — θεματογραφία — εκατοστός — μαγιονέζα — ΔΕΗ — βάρδος |
|||