|
η коневодство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коневодство? — ιπποτροφία как с (ново)греческого переводится слово ιπποτροφία? — коневодство — τρεμάμενος — πυριτιδόκονη — ψυχοπαθολογία — σιβηρικός — πλαταγίζω — αντιαλγικός — καρσινός — μοναχοθυγατέρα — πραγματοποίηση — αγερασιά — επαναγωγή — ωοσκοπία — κυπαρισσώνας — μεσσηνέζα — ακριβαγοράζω — ομπρέλλα — αφροστεφής — βυζί — προσθαλασσώνω — διασκέλισμα — αμετάβλητος |
|||