Новогреческий словарь




ξυλοσπάστης

ξυλοσπάστης
ο дровокол


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово дровокол? — ξυλοσπάστης
как с (ново)греческого переводится слово ξυλοσπάστης? — дровокол


#(ново)греческий словарьμακρύνωρουμπινένιοςκηπεύσιμοςζυθόχορτονοικοκύρισσαδαλίαεγγλεζόπουλοανάαχνοκέριφιλεπιστήμωναποποίησηεγκαινιάζωκαλογεράκιπροέκτασηλάγκεμαψευδαδάμαςανορθώτριασυνδαύλισηελαιοκράμβητιρμπουσσόνιπαράτυπος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω