|
незанятый, безработный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незанятый? — αναπασχόλητος как на (ново)греческом будет слово безработный? — αναπασχόλητος как с (ново)греческого переводится слово αναπασχόλητος? — незанятый, безработный — πλαστοπροσωπία — ανυποληψία — εξωγήινος — στερεοποίηση — αποσβολώνω — αλγεβριστής — δεντρώνας — τυλιχτός — ερυσιβώδης — πρίμα — στόλαρχος — πέταγμα — άντζα — τιμωρία — Αφρικανή — μικροαστισμός — μαραζιάρικος — ντροπιάρικος — ψυχροθεραπεία — καυκιά — ψαθυρότητα |
|||