|
линовать, расчерчивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линовать? — διαγραμμίζω как на (ново)греческом будет слово расчерчивать? — διαγραμμίζω как с (ново)греческого переводится слово διαγραμμίζω? — линовать, расчерчивать — σωματίδιο — σέπομαι — μίκι-μάους — βυζανιάρικο — αδενοπαθής — ξενολατρία — ροβολώ — αναγνώσιμος — μαίνη — επιστάθμευση — υπερηχογράφος — ιεροδιάκονος — αποτύφλωση — ποδοπάνο — αφιονίζω — ανεκζήτητος — ανακατανέμω — ματαιοδοξώ — βασιλοκόλακας — αυτοκάμωτος — οξυγονώ |
|||