|
юр. 1) процессуальный; ~ κώδιξ — процессуальный кодекс; 2) процедурный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово процессуальный? — δικονομικός как на (ново)греческом будет слово процедурный? — δικονομικός как с (ново)греческого переводится слово δικονομικός? — процессуальный, процедурный — τελετουργικά — ακατάβρεκτος — γλισχρότητα — καμινευτήριο — διωθώ — ετεροχρωμία — καμφορικός — γλυκό- — γλωσσοφάγωμα — Κυρα-Μαριώ — ανάρρηξη — απέκκριση — μακάκος — λαθρεπιβάτης — ελεγεία — λυκοπερσικόν — παστερίωση — υγρός — κοψομεσιάζω — αφοβέριστος — ξώπορτα |
|||