|
заниматься ростовщичеством #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заниматься ростовщичеством? — τοκογλυφώ как с (ново)греческого переводится слово τοκογλυφώ? — заниматься ростовщичеством — ραδιοναυτιλία — εγωίστρια — ζουλιάρης — γλυκάκιας — μεσοκυττάριος — ηλεκτρόνιο — συμπεθερικός — τεχνοκράτης — διάβρωμα — γείσος — προσανατολίζω — γαλάνι — χόλος — σουβλάκι — γιδοβοσκή — κερματοδέκτης — εκδοτικός — μεταβολίζω — τσουγκρίζω — πόστο — σελινόσουπα |
|||