|
σπανακόπιτα #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπανακόπιτα? — — ξεκάμωμα — γραφτός — μπαγλάρωμα — αδειούχα — αναροτρίαστος — αχερένιος — κλωστοϋφαντουργός — πατσιά — ψαράς — συγκεκλιμένος — μάππα — ευθαλής — μνηστήρας — πάνθεον — ψευδολόγος — συκολός — χυλοποίηση — εξερεονητικός — ευχητήριος — καταντικρύ — υπεργλυκαιμία |
|||