|
страдать лунатизмом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдать лунатизмом? — νυκτοβατώ как с (ново)греческого переводится слово νυκτοβατώ? — страдать лунатизмом — επιστημοσύνη — χειροκίνητος — μπλόκος — μισοάγριος — βαρίδι — ιδιαιτέρα — επεισοδιακός — ξεκολλάω — εκατονταέτις — ρητινώδης — μεθυστικά — μονομέρεια — ευεπηρέαστος — κρύσταλλος — χασαπόσκυλο — αναπόδισμός — άχρειος — απαρόμοιαστος — χαριτολόγος — αμεριμνώ — αεικίνητος |
|||