|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευσύνοπτα? — — πλοιοκτησία — σπογγαλιευτικός — τρωτότητα — προφυλάω — δηλητήριο — Δήμητρα — ζοφός — χάλασμα — σπονδή — τετράεδρος — ωσότου — κογγρέσσο — ξιέμαι — μετεγγράφω — μελετητήριο — προϊών — αντικομματισμός — άγος — ομοφυλοφιλία — καταλαβαίνω — σπιρούνι |
|||