|
: ως ~ — около, приблизительно, почти #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγγιστα? — — γρίπος — βρεσιμιό — ενδεχόμενο — καρδιοχτυπώ — προσκοπισμός — ταγήνι — κλαρί — διακριτικώς — σκαλίζω — αμπάριασμα — παρερμηνεία — κασκόλ — αμαυροφανής — βιβλικός — ορείχαλκος — κοκκίνισμα — εσπερίς — πρήστος — πλαγιοδρομία — χιονιστής — προεξοφλητέος |
|||