|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φορτηγιδοφόρο? — — χειλίτιδα — τιτύβισμα — τυχόν — χρωμογόνος — μεσαιωνοδίφης — οκτωβριάτικος — καταθλίβω — οδονταλγία — σκυλοβρίζω — ετερόφθαλμος — τσουβαλιάζω — εκπεπτωκώς — φλοιός — φτωχοαγροτικός — γήρας — θρησκοληψία — αμπώθω — τρίαινα — φθογγολογία — ατελείωτος — πλατσουκομύτης |
|||