|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεροντοκορισμός? — — εντοιχίζω — γλυίνη — βάϊο — παίζω — τυφεκήθρα — βυθοκορήματα — μενεξές — σπούτνικ — προκάτ — βούρλα — ομοιότυπο — καπνιστής — απυρηνικός — αεροναυπηγός — μονόφθογγος — αποκοιμίζω — συμπαραλαμβάνω — αθλούμαι — δεητικός — ημερεύω — αορτήρας |
|||