|
η 1) комната; 2) разг. ; ~ τής βάρκας — места для сидения (в лодке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комната? — κάμαρα как с (ново)греческого переводится слово κάμαρα? — комната — ελαιοπαραγωγός — καραουλίζω — αναμπάρωτος — ελαιοδεψία — οδοντόπονος — στρατουλίζω — χαλκόχροια — ημιτελικός — άλακκος — πλαστελίνη — μαρκάρω — ακαταπόνητος — υπεισήχθην — πρωτιά — πολφίτιδα — ύφαλος — ομοεθνής — παρεξηγημένος — ιστορώ — γωνιολάβος — μαξιμαλιστικός |
|||