|
το столечко; === τό ~ τό κάνει τόσο — [phrase]он делает из мухи слона[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столечко? — τοσουλάκι как с (ново)греческого переводится слово τοσουλάκι? — столечко — ανθοκόμος — σπάνη — Θεοφάνεια — αστειότητα — λιθογραφική — αντίγνωμος — επαναδίπλωσις — φλοιός — μπεγλεράω — διαβολοπόνηρος — κατεργάρης — αοκνία — θεατρίζω — μέλιγος — αμαξοφόρτωμα — προστέγασμα — σκλαβιά — αργύρωμα — συγκεντροποιώ — βασικός — κατάκρυος |
|||