Новогреческий словарь
ελαβον
ελαβον
αόρ. от λαμβάνω, λαβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαβον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αφορίζω
—
ξυλιά
—
γραφίστας
—
εκφορητικός
—
μαξιλλάρα
—
μηχανοποιία
—
εμβρυογραφία
—
ακτινολόγος
—
αποκτηνώνω
—
δειλινός
—
κατερειπώνω
—
άζωνος
—
αναγινώσκω
—
απογοητευθείς
—
ξεποδαριάζω
—
γαβαθιάρης
—
σκουφάτος
—
αποκολλάω
—
δενδροκαλλιέργεια
—
αποθαλάσσωση
—
πέζευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,