|
αόρ. от λαμβάνω, λαβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελαβον? — — σεντονάρα — τερέβινθος — οπισθόβουλος — πιστωτής — μορμηγκοφάγος — κλειδοκράτορας — αραδωτός — σκατόπουστας — κοτσιδάκι — τενίστας — οικειότητα — αρτοζαχαροπλαστείο — ταχύπλοο — ρουσφέτι — μεσοκόβω — μπούκα — αμυαλοσύνη — συλλειτουργώ — αχρόνιαστος — προστασία — σωλήνα |
|||