Новогреческий словарь
δυσηκοϊα
δυσηκοϊα
η 1)
глухота
;
2)
непослушание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глухота
? —
δυσηκοϊα
как на
(ново)греческом
будет слово
непослушание
? —
δυσηκοϊα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυσηκοϊα
? — глухота, непослушание
#
(ново)греческий словарь
—
κατακάθι
—
ωτορινολαρυγγολογίο
—
φοίνικας
—
διαχώριση
—
απόλωλος
—
διαπίστευμα
—
Ζωοδόχος
—
παράλιος
—
πλακέ
—
υγιεινολογία
—
μαργωτήρα
—
αποσυνάγωγος
—
αντικατοπτρίζω
—
λυχνίσκος
—
εφικτός
—
ιδιόχρωμος
—
φωτοτοπογραφία
—
παλαιοκλιματολογία
—
ξάπλα
—
φριτούρα
—
γυμναστήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,