Новогреческий словарь
επιχαίρω
επιχαίρω
(αόρ. επεχάρην)
радоваться
(чаще плохому);
~ει δια τό ατύχημα μου — [phrase]он рад моему несчастью[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
радоваться
? —
επιχαίρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιχαίρω
? — радоваться
#
(ново)греческий словарь
—
ελατάκι
—
αμμώδης
—
αντικρούστης
—
ταχυβόλο
—
φαγοκυτταρισμός
—
καλαμαράκι
—
σταδιομετρία
—
υποσκελισμός
—
αναγγελτήριο
—
διεξέρχομαι
—
δανεισμός
—
πεσκαδούρος
—
ανιχνευτήρας
—
ισοβαθής
—
πεισμονή
—
έκφυλος
—
φορβειά
—
σβεστός
—
εξαδέλφη
—
πονετικός
—
κρανιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве